- συμποσιάρχης
- συμποσίαρχος ο распорядитель пиршества, тамада
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμποσιάρχης — ὁ, Α ο συμποσίαρχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμπόσιον + άρχης*] … Dictionary of Greek
συμποσιάρχαις — συμποσιάρχης president of a drinking party masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμποσιάρχῃ — συμποσιάρχης president of a drinking party masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
DOMINIA — Vett. dicebantur convivia hilariora. A. Gell. l. 2. c. 24. Principes civitatis, qui ludis Megalensibus antiquo ritu mutitarent, i. e. mutua inter sese Dominia agitarent. Nomen iis a Domino sive praebitore convivii: cuius idem meminit l. 13. c. XI … Hofmann J. Lexicon universale
MAGISTER — quantus in Imperio titulus olim fuerit, indicat Cassiodor. Variar. l. 6. form. 6. de Magisteria dignitate. His tribui solet, qui velclassi, societati et muneri praesunt, vel in scientia aliqua, praesertim literaria, eminentiae gradum consecuti… … Hofmann J. Lexicon universale
εστιάρχης — ἑστιάρχης και ἑστίαρχος, ὁ (Α) αυτός που επιστατεί στο συμπόσιο, ο οικοδεσπότης, ο συμποσιάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < εστία + αρχης* πρβλ. γεν άρχης] … Dictionary of Greek
εστιάτορας — ο (ΑΜ ἑστιάτωρ) [εστιώ] νεοελλ. ο ιδιοκτήτης εστιατορίου μσν. συνήθ. στον πληθ. οἱ ἑστιάτορες οι συνδαιτημόνες αρχ. 1. αυτός που παραθέτει γεύμα, που φιλεύει ή φιλοξενεί κάποιον, ο αμφιτρύωνας 2. συμποσιάρχης 3. ο καλεσμένος στην εστίαση, ο… … Dictionary of Greek
εστιαρχώ — ἑστιαρχῶ, έω (Α) [εστιάρχης] είμαι συμποσιάρχης, οικοδεσπότης, φιλοξενώ, φιλεύω στην οικία μου … Dictionary of Greek
ՀԱՆԳԱՆԱԿԱՊԵՏ — (ի, աց.) NBH 2 0036 Chronological Sequence: Unknown date գ. συμποσίαρχος, συμποσιαρχής magister convivii, quod fit e symbolis. Գլխաւոր հանգանակողաց. *Հանգանակապետք ʼի վերայ այսոցիկ (կան). Բրս. արբեց … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
συμποσίαρχος — συμποσίαρχος, ο και συμποσιάρχης, ο αυτός που διευθύνει το συμπόσιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμποσιάρχου — συμποσίαρχος president of a drinking party masc gen sg συμποσιάρχης president of a drinking party masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)